- ὀκτώπηχυς
- ὀκτώ-πηχυς, υ,A = ὀκτάπηχυς, Philem.212.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκτώπηχυς — ὀκτώπηχυς, υ (Α) βλ. οκτάπηχυς· … Dictionary of Greek
οκτάπηχυς — υ (Α ὀκτάπηχυς και ὀκτώπηχυς και, δωρ. τ. ὀκτάπαχυς) αυτός που έχει μήκος οκτώ πήχεων («δοκὸς ὀκτάπηχυς», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πήχυς] … Dictionary of Greek
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek